- ἀστάλακτος
- ἀστάλακτος [τᾰ], ον,A not damp,
ἀήρ Plu.Crass.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀήρ Plu.Crass.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστάλακτος — not damp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάλακτον — ἀστάλακτος not damp masc/fem acc sg ἀστάλακτος not damp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστάλαχτος — η, ο (AM ἀστάλακτος, ον) αυτός που δεν σταλάζει, που δεν βγάζει ούτε σταγόνα νεοελλ. ο υδατοστεγής μσν. ο άφθονος, ο ατέλειωτος (για δάκρυ) … Dictionary of Greek